- σερπετός
- -ή, -ό, Ν1. ζωηρός, ευκίνητος2. μτφ. ευφυής3. μτφ. πονηρός, κατεργάρης4) το ουδ. ως ουσ. το σερπετόβλ. ερπετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό, κατ' επίδραση τού συνωνύμου σερτό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερπετός — ή, ό 1. σβέλτος, ζωηρός. 2. μτφ., ευφυής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερπετάδα — η, Ν [σερπετός] 1. ζωηράδα, ευκινησία 2. ευφυΐα, ευστροφία 3. πανουργία … Dictionary of Greek
σερπετιά — η, Ν [σερπετός] σερπετάδα … Dictionary of Greek